ημίοπλος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμίοπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ οπλισμένος, όχι πλήρως οπλισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όπλον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>οπλος</i>, <i>έν</i>-<i>οπλος</i>].
|mltxt=[[ἡμίοπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ οπλισμένος, όχι πλήρως οπλισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όπλον</i>), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>οπλος</i>, <i>έν</i>-<i>οπλος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμίοπλος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ οπλισμένος, όχι πλήρως οπλισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -οπλος (< όπλον), πρβλ. ά-οπλος, έν-οπλος].