ησυχαίος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡσυχαῖος και δωρ. τ. ἁσυχαῖος -α, -ον, (Α)<br /><b>1.</b> [[ήσυχος]]<br /><b>2.</b> [[αργός]], [[αδρανής]]<br /><b>3.</b> [[γαλήνιος]], [[ήρεμος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἡσυχαῑον</i><br />η [[ησυχία]], η [[απραξία]], η [[γαλήνη]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἡσυχαῑον</i><br />με τρόπο ήρεμο, με [[ησυχία]], [[ήσυχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήσυχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αίος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δρομ</i>-<i>αίος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]])].
|mltxt=ἡσυχαῖος και δωρ. τ. ἁσυχαῖος -α, -ον, (Α)<br /><b>1.</b> [[ήσυχος]]<br /><b>2.</b> [[αργός]], [[αδρανής]]<br /><b>3.</b> [[γαλήνιος]], [[ήρεμος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἡσυχαῖον</i><br />η [[ησυχία]], η [[απραξία]], η [[γαλήνη]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἡσυχαῖον</i><br />με τρόπο ήρεμο, με [[ησυχία]], [[ήσυχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήσυχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αίος</i> ([[πρβλ]]. <i>δρομ</i>-<i>αίος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡσυχαῖος και δωρ. τ. ἁσυχαῖος -α, -ον, (Α)
1. ήσυχος
2. αργός, αδρανής
3. γαλήνιος, ήρεμος
4. το ουδ. ως ουσ. το ἡσυχαῖον
η ησυχία, η απραξία, η γαλήνη
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡσυχαῖον
με τρόπο ήρεμο, με ησυχία, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + -αίος (πρβλ. δρομ-αίος < δρόμος)].