ηπάομαι: Difference between revisions
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠπάομαι]] (Α)<br />[[διορθώνω]], [[επισκευάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (<i>η</i>-) [[θέμα]] ( | |mltxt=[[ἠπάομαι]] (Α)<br />[[διορθώνω]], [[επισκευάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (<i>η</i>-) [[θέμα]] ([[πρβλ]]. [[πηδώ]]) που συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>vapati</i> «[[κουρεύω]]». Τόσο το [[ηπάομαι]] όσο και τα παράγωγά του ([[πρβλ]]. [[ηπητής]], [[ηπητήριον]], <i>ήπητρα</i>, [[ήπησις]]) χρησιμοποιούνται κατ' εξοχήν στη [[ραπτική]]. Το δε ρ. [[ηπάομαι]] συνδέεται [[στενά]] σημασιολογικώς με το συνηθέστερο ρ. [[ακέομαι]] [[θεραπεύω]], [[επιδιορθώνω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:28, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἠπάομαι (Α)
διορθώνω, επισκευάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (η-) θέμα (πρβλ. πηδώ) που συνδέεται με αρχ. ινδ. vapati «κουρεύω». Τόσο το ηπάομαι όσο και τα παράγωγά του (πρβλ. ηπητής, ηπητήριον, ήπητρα, ήπησις) χρησιμοποιούνται κατ' εξοχήν στη ραπτική. Το δε ρ. ηπάομαι συνδέεται στενά σημασιολογικώς με το συνηθέστερο ρ. ακέομαι θεραπεύω, επιδιορθώνω»].