ημιπληγία: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἡμιπληγία]])<br /><b>ιατρ.</b> [[απώλεια]] της εκούσιας κινητικότητας στο δεξιό ή στο αριστερό ήμισυ του σώματος, η οποία [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] βλάβης της λεγόμενης πυραμιδικής οδού του κεντρικού νευρικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ημιπληγής]]. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου ( | |mltxt=η (AM [[ἡμιπληγία]])<br /><b>ιατρ.</b> [[απώλεια]] της εκούσιας κινητικότητας στο δεξιό ή στο αριστερό ήμισυ του σώματος, η οποία [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] βλάβης της λεγόμενης πυραμιδικής οδού του κεντρικού νευρικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ημιπληγής]]. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>hemiplegie</i> και <i>hemiplexie</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Διονύσιο Πύρρο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
η (AM ἡμιπληγία)
ιατρ. απώλεια της εκούσιας κινητικότητας στο δεξιό ή στο αριστερό ήμισυ του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα βλάβης της λεγόμενης πυραμιδικής οδού του κεντρικού νευρικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημιπληγής. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. hemiplegie και hemiplexie). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Διονύσιο Πύρρο].