ηλεκτρόδιο: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[αγωγός]] με τον οποίο διοχετεύεται ηλεκτρικό [[ρεύμα]] σε [[υγρό]] ηλεκτρολύτη ή σε [[αέριο]]<br /><b>2.</b> [[αγωγός]] που συνδέει το ανθρώπινο [[σώμα]] με ηλεκτρικές συσκευές για διαγνωστικό ή θεραπευτικό σκοπό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=το<br /><b>1.</b> [[αγωγός]] με τον οποίο διοχετεύεται ηλεκτρικό [[ρεύμα]] σε [[υγρό]] ηλεκτρολύτη ή σε [[αέριο]]<br /><b>2.</b> [[αγωγός]] που συνδέει το ανθρώπινο [[σώμα]] με ηλεκτρικές συσκευές για διαγνωστικό ή θεραπευτικό σκοπό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>electrode</i> <span style="color: red;"><</span> <i>electro</i>- ([[πρβλ]]. [[ήλεκτρο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ode</i> ([[πρβλ]]. [[οδός]]). Η λ. στον λόγιο τ. <i>ηλεκτρόδιον</i> μαρτυρείται από το 1870 στον Αντώνιο Δαμασκηνό]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
το
1. αγωγός με τον οποίο διοχετεύεται ηλεκτρικό ρεύμα σε υγρό ηλεκτρολύτη ή σε αέριο
2. αγωγός που συνδέει το ανθρώπινο σώμα με ηλεκτρικές συσκευές για διαγνωστικό ή θεραπευτικό σκοπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrode < electro- (πρβλ. ήλεκτρο) + -ode (πρβλ. οδός). Η λ. στον λόγιο τ. ηλεκτρόδιον μαρτυρείται από το 1870 στον Αντώνιο Δαμασκηνό].