ησυχαστήριο: Difference between revisions
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ [[ἡσυχαστήριον]])<br />[[τόπος]] [[κατάλληλος]] για να βρίσκεται [[κάποιος]] σε απόλυτη [[ησυχία]], [[αναχωρητήριο]], διαμονητήριο ησυχαστή, [[μοναχού]] σε ερημία, [[μοναστήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ησυχάζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριον</i>, | |mltxt=το (Μ [[ἡσυχαστήριον]])<br />[[τόπος]] [[κατάλληλος]] για να βρίσκεται [[κάποιος]] σε απόλυτη [[ησυχία]], [[αναχωρητήριο]], διαμονητήριο ησυχαστή, [[μοναχού]] σε ερημία, [[μοναστήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ησυχάζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριον</i>, [[πρβλ]]. <i>εργασ</i>-<i>τήριο</i>(<i>ν</i>), <i>σπουδασ</i>-<i>τήριο</i>(<i>ν</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:33, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (Μ ἡσυχαστήριον)
τόπος κατάλληλος για να βρίσκεται κάποιος σε απόλυτη ησυχία, αναχωρητήριο, διαμονητήριο ησυχαστή, μοναχού σε ερημία, μοναστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ησυχάζω + κατάλ. -τήριον, πρβλ. εργασ-τήριο(ν), σπουδασ-τήριο(ν)].