ησυχαστήριο
From LSJ
πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him
Greek Monolingual
το (Μ ἡσυχαστήριον)
τόπος κατάλληλος για να βρίσκεται κάποιος σε απόλυτη ησυχία, αναχωρητήριο, διαμονητήριο ησυχαστή, μοναχού σε ερημία, μοναστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ησυχάζω + κατάλ. -τήριον, πρβλ. εργασ-τήριο(ν), σπουδασ-τήριο(ν)].