ησυχαστήριο

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

το (Μ ἡσυχαστήριον)
τόπος κατάλληλος για να βρίσκεται κάποιος σε απόλυτη ησυχία, αναχωρητήριο, διαμονητήριο ησυχαστή, μοναχού σε ερημία, μοναστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ησυχάζω + κατάλ. -τήριον, πρβλ. εργασ-τήριο(ν), σπουδασ-τήριο(ν)].