θαρρούντως: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[θαρσούντως]], νεώτ. αττ. τ. [[θαρρούντως]], Μ [[θαρρούντως]])<br /><b>επίρρ.</b> με [[θάρρος]], άφοβα, τολμηρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Γεν. εν. <i>θαρρούντος</i> της μτχ. ενεστ. θαρρών του ρ. [[θαρρώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αρκούντως]])].
|mltxt=(Α [[θαρσούντως]], νεώτ. αττ. τ. [[θαρρούντως]], Μ [[θαρρούντως]])<br /><b>επίρρ.</b> με [[θάρρος]], άφοβα, τολμηρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Γεν. εν. <i>θαρρούντος</i> της μτχ. ενεστ. θαρρών του ρ. [[θαρρώ]] ([[πρβλ]]. [[αρκούντως]])].
}}
}}

Revision as of 09:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαρρούντως Medium diacritics: θαρρούντως Low diacritics: θαρρούντως Capitals: ΘΑΡΡΟΥΝΤΩΣ
Transliteration A: tharroúntōs Transliteration B: tharrountōs Transliteration C: tharrountos Beta Code: qarrou/ntws

English (LSJ)

Attic for θαρσούντως.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec confiance ou hardiesse.
Étymologie: θαρρέω.

Greek Monolingual

θαρσούντως, νεώτ. αττ. τ. θαρρούντως, Μ θαρρούντως)
επίρρ. με θάρρος, άφοβα, τολμηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Γεν. εν. θαρρούντος της μτχ. ενεστ. θαρρών του ρ. θαρρώ (πρβλ. αρκούντως)].