θηλυμανής: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[θηλυμανής]], -ές)<br />(για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που οδηγεί σε [[μανία]] τις γυναίκες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>μάνην</i>, παθ. αόρ. β' του [[μαίνομαι]]), | |mltxt=-ές (ΑΜ [[θηλυμανής]], -ές)<br />(για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που οδηγεί σε [[μανία]] τις γυναίκες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>μάνην</i>, παθ. αόρ. β' του [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>, <i>θεο</i>-<i>μανής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θηλῠμᾰνής:''' сведенный с ума женщинами, страстно влюбленный в женщин (πόθοι Anth.). | |elrutext='''θηλῠμᾰνής:''' сведенный с ума женщинами, страстно влюбленный в женщин (πόθοι Anth.). | ||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A mad after women, AP5.18 (Rufin.); Πόθοι Id.9.16 (Mel.); of animals, ἵπποι θ. LXXJe.5.8. II Act., maddening women, κροτάλων θ. ὄτοβοι Antim.Eleg.17:—hence θηλυ-μᾰνία, ἡ, Sch.Opp.H.1.536, Cat.Cod.Astr. 2.177.
German (Pape)
[Seite 1207] ές, weibertoll, in Weiber rasend verliebt, πόθοι Mel. 54 (IX, 16), vgl. Ruf. 14 (V, 19); ὄτοβος κροτάλων Antimach. (IX, 321).
Greek (Liddell-Scott)
θηλυμᾰνής: -ές, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰς γυναῖκας, Ἀνθ. Π. 5. 19., 9. 16. ΙΙ. ἐνεργ., εἰς μανίαν ἄγων τὰς γυναῖκας, θ. ὄτοβοι κροτάλων αὐτόθι 321.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ θηλυμανής, -ές)
(για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες
αρχ.
αυτός που οδηγεί σε μανία τις γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -μανής (< ε-μάνην, παθ. αόρ. β' του μαίνομαι), πρβλ. γυναι-μανής, θεο-μανής].
Russian (Dvoretsky)
θηλῠμᾰνής: сведенный с ума женщинами, страстно влюбленный в женщин (πόθοι Anth.).