θηροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηροφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει, που παράγει άφθονα θηράματα, που έχει άφθονο [[κυνήγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρο]]- (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αχθο</i>-[[φόρος]], <i>τροχο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=[[θηροφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει, που παράγει άφθονα θηράματα, που έχει άφθονο [[κυνήγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρο]]- (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>αχθο</i>-[[φόρος]], <i>τροχο</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 09:43, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηροφόρος Medium diacritics: θηροφόρος Low diacritics: θηροφόρος Capitals: ΘΗΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thērophóros Transliteration B: thērophoros Transliteration C: thiroforos Beta Code: qhrofo/ros

English (LSJ)

ον, A producing game, prob. l. AP14.24.

Greek (Liddell-Scott)

θηροφόρος: -ον, φέρων ἄγρια θηρία, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 14. 24.

Greek Monolingual

θηροφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει, που παράγει άφθονα θηράματα, που έχει άφθονο κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρο- (< θήρα) + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, τροχο-φόρος.