θεόμητις: Difference between revisions
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεόμητις]], -ήτιος ἡ (Α)<br />αυτή που δίνει θεϊκές συμβουλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μητις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήτις]] «[[σοφία]]»), | |mltxt=[[θεόμητις]], -ήτιος ἡ (Α)<br />αυτή που δίνει θεϊκές συμβουλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μητις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήτις]] «[[σοφία]]»), [[πρβλ]]. <i>αγλαό</i>-<i>μητις</i>, [[λεπτό]]-<i>μητις</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ιδος, ἡ, A divinely wise, δίκη Maiist.54, cf. Suid.
German (Pape)
[Seite 1196] göttlich rathend, Nonn. par. 8, 121.
Greek (Liddell-Scott)
θεόμητις: ὁ, ἡ, θεόσοφος, Νόνν. Ἰω. 8. 43· κατὰ Σουΐδ. «θεόφρων, θεόβουλος»· θεομητέω, θεοφοροῦμαι, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θεόμητις, -ήτιος ἡ (Α)
αυτή που δίνει θεϊκές συμβουλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μητις (< μήτις «σοφία»), πρβλ. αγλαό-μητις, λεπτό-μητις].