θρομβαγγειίτιδα: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(17) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> [[φλεγμονή]] αγγείου που έχει υποστεί [[θρόμβωση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αποφρακτική [[θρομβαγγειίτιδα]]» — [[φλεγμονώδης]] σκληρυντική [[νόσος]] του τοιχώματος τών αιμοφόρων αγγείων και [[ιδίως]] τών αρτηριών τών [[κάτω]] [[κυρίως]] [[άκρων]] νεαρών καπνιστών, η οποία συνοδεύεται [[συνήθως]] από θρομβωτική [[απόφραξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> [[φλεγμονή]] αγγείου που έχει υποστεί [[θρόμβωση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αποφρακτική [[θρομβαγγειίτιδα]]» — [[φλεγμονώδης]] σκληρυντική [[νόσος]] του τοιχώματος τών αιμοφόρων αγγείων και [[ιδίως]] τών αρτηριών τών [[κάτω]] [[κυρίως]] [[άκρων]] νεαρών καπνιστών, η οποία συνοδεύεται [[συνήθως]] από θρομβωτική [[απόφραξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>thromboangiitis</i> <span style="color: red;"><</span> <i>thrombo</i>- ([[πρβλ]]. [[θρόμβος]]) <span style="color: red;">+</span> <i>angiitis</i> <span style="color: red;"><</span> <i>angio</i>- ([[πρβλ]]. [[αγγείο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>itis</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:49, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
ιατρ.
1. φλεγμονή αγγείου που έχει υποστεί θρόμβωση
2. φρ. «αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα» — φλεγμονώδης σκληρυντική νόσος του τοιχώματος τών αιμοφόρων αγγείων και ιδίως τών αρτηριών τών κάτω κυρίως άκρων νεαρών καπνιστών, η οποία συνοδεύεται συνήθως από θρομβωτική απόφραξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thromboangiitis < thrombo- (πρβλ. θρόμβος) + angiitis < angio- (πρβλ. αγγείο) + -itis].