θρομβαγγειίτιδα

From LSJ

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ.
1. φλεγμονή αγγείου που έχει υποστεί θρόμβωση
2. φρ. «αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα» — φλεγμονώδης σκληρυντική νόσος του τοιχώματος τών αιμοφόρων αγγείων και ιδίως τών αρτηριών τών κάτω κυρίως άκρων νεαρών καπνιστών, η οποία συνοδεύεται συνήθως από θρομβωτική απόφραξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thromboangiitis < thrombo- (πρβλ. θρόμβος) + angiitis < angio- (πρβλ. αγγείο) + -itis].