θεατρομανής: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
(6_7)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεᾱτρομᾰνής''': -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸ [[θέατρον]], [[ὄχλος]] Ἀθανάσ.
|lstext='''θεᾱτρομᾰνής''': -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸ [[θέατρον]], [[ὄχλος]] Ἀθανάσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[θεατρομανής]], -ές)<br />αυτός που αγαπά μανιωδώς το [[θέατρο]], ο υπερβολικά [[θεατρόφιλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>. <i>ερω</i>-<i>μανής</i>, <i>ζηλο</i>-<i>μανής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1190] ές, rasend für das Theater eingenommen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτρομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸ θέατρον, ὄχλος Ἀθανάσ.

Greek Monolingual

-ές (Α θεατρομανής, -ές)
αυτός που αγαπά μανιωδώς το θέατρο, ο υπερβολικά θεατρόφιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι-μανής. ερω-μανής, ζηλο-μανής].