θαλασσόβιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Μ [[θαλασσόβιος]], -ον)<br />αυτός που ζει στη [[θάλασσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξασφαλίζει τα [[προς]] το ζην από τη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά τη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> ([[βίος]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>κοινό</i>-<i>βιος</i>, <i>νυκτό</i>-<i>βιος</i>].
|mltxt=-α, -ο (Μ [[θαλασσόβιος]], -ον)<br />αυτός που ζει στη [[θάλασσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξασφαλίζει τα [[προς]] το ζην από τη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά τη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> ([[βίος]])<br />[[πρβλ]]. <i>κοινό</i>-<i>βιος</i>, <i>νυκτό</i>-<i>βιος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαλασσόβιος Medium diacritics: θαλασσόβιος Low diacritics: θαλασσόβιος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΒΙΟΣ
Transliteration A: thalassóbios Transliteration B: thalassobios Transliteration C: thalassovios Beta Code: qalasso/bios

English (LSJ)

v. θαλασσοβίωτος.

Greek (Liddell-Scott)

θαλασσόβιος: -ον, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ζῶν, ἰχθύες Κωνστ. Μανασσ. Χρ. σ. 22.

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ θαλασσόβιος, -ον)
αυτός που ζει στη θάλασσα
νεοελλ.
1. αυτός που εξασφαλίζει τα προς το ζην από τη θάλασσα
2. αυτός που αγαπά υπερβολικά τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -βιος (βίος)
πρβλ. κοινό-βιος, νυκτό-βιος].