θηριόμορφος: Difference between revisions
From LSJ
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[θηριόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] θηρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απαίσιος]], [[τερατόμορφος]], [[τερατώδης]], τρομερά [[άσχημος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θηριόμορφες παραστάσεις» — οι παραστάσεις που απεικονίζουν θηριόμορφους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[θηριόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] θηρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απαίσιος]], [[τερατόμορφος]], [[τερατώδης]], τρομερά [[άσχημος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θηριόμορφες παραστάσεις» — οι παραστάσεις που απεικονίζουν θηριόμορφους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), [[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>μορφος</i>, <i>τερατό</i>-<i>μορφος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:53, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (μορφή) A in the form of a beast, κώδων Eust.1139.57, cf. Procl.Par.Ptol.278.
German (Pape)
[Seite 1209] thiergestaltig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θηριόμορφος: -ον, (μορφὴ) ἔχων μορφὴν θηρίου, Εὐστ. 1139. 57, Πρόκλ., κτλ.· καὶ οὐσιαστ. θηριομορφία, ἡ, Ἐπιφάν.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α θηριόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή θηρίου
νεοελλ.
1. απαίσιος, τερατόμορφος, τερατώδης, τρομερά άσχημος
2. φρ. «θηριόμορφες παραστάσεις» — οι παραστάσεις που απεικονίζουν θηριόμορφους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -μορφος (< μορφή), πρβλ. εύ-μορφος, τερατό-μορφος].