ιντερμέτζο: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ιντερμέδιο]], το<br />εμβόλιμο αυτοτελές δραματικό ή μουσικό [[κομμάτι]] που παρεμβάλλεται [[ανάμεσα]] στις πράξεις του [[κυρίως]] δράματος ή σε κάποιο [[σημείο]] της [[κυρίως]] μουσικής συνθέσεως, αλλ. εμβόλιμο ή [[διάμεσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=και [[ιντερμέδιο]], το<br />εμβόλιμο αυτοτελές δραματικό ή μουσικό [[κομμάτι]] που παρεμβάλλεται [[ανάμεσα]] στις πράξεις του [[κυρίως]] δράματος ή σε κάποιο [[σημείο]] της [[κυρίως]] μουσικής συνθέσεως, αλλ. εμβόλιμο ή [[διάμεσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. ιταλ. <i>intermezzo</i> ή <i>intermedio</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>intermedium</i> «[[ενδιάμεσος]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
και ιντερμέδιο, το
εμβόλιμο αυτοτελές δραματικό ή μουσικό κομμάτι που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις πράξεις του κυρίως δράματος ή σε κάποιο σημείο της κυρίως μουσικής συνθέσεως, αλλ. εμβόλιμο ή διάμεσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. intermezzo ή intermedio < λατ. intermedium «ενδιάμεσος»].