ισχνογάστωρ: Difference between revisions

From LSJ
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἰσχνογάστωρ, ό, ἡ (Α)<br />(για [[άλογο]]) αυτός που έχει ισχνή τη [[γαστέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γάστωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευρυ</i>-<i>γάστωρ</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>γάστωρ</i>].
|mltxt=ἰσχνογάστωρ, ό, ἡ (Α)<br />(για [[άλογο]]) αυτός που έχει ισχνή τη [[γαστέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γάστωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]]), [[πρβλ]]. <i>ευρυ</i>-<i>γάστωρ</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>γάστωρ</i>].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσχνογάστωρ, ό, ἡ (Α)
(για άλογο) αυτός που έχει ισχνή τη γαστέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυ-γάστωρ, μεγαλο-γάστωρ].