καθαρουργός: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθαρουργός]], ὁ (Α)<br />[[αρτοποιός]] που παρασκευάζει εκλεκτό, [[λευκό]] άρτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαθ</i>-<i>ουργός</i>, <i>ραδι</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=[[καθαρουργός]], ὁ (Α)<br />[[αρτοποιός]] που παρασκευάζει εκλεκτό, [[λευκό]] άρτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), [[πρβλ]]. <i>αγαθ</i>-<i>ουργός</i>, <i>ραδι</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 10:13, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθᾰρουργός Medium diacritics: καθαρουργός Low diacritics: καθαρουργός Capitals: ΚΑΘΑΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: katharourgós Transliteration B: katharourgos Transliteration C: katharourgos Beta Code: kaqarourgo/s

English (LSJ)

ὁ, A baker of fine bread, Sammelb.984.5 (pl., i A.D.), PLond.2.454a (iv A.D.).

Greek Monolingual

καθαρουργός, ὁ (Α)
αρτοποιός που παρασκευάζει εκλεκτό, λευκό άρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -ουργός (< έργον), πρβλ. αγαθ-ουργός, ραδι-ουργός].