καινοθήρας: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που θηρεύει τα καινά, [[εκείνος]] που επιδιώκει να μάθει νέα πράγματα<br /><b>2.</b> αυτός που αποδέχεται [[πρόθυμα]] και [[χωρίς]] [[κρίση]] [[καθετί]] νέο και περιφρονεί την [[παράδοση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]), | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που θηρεύει τα καινά, [[εκείνος]] που επιδιώκει να μάθει νέα πράγματα<br /><b>2.</b> αυτός που αποδέχεται [[πρόθυμα]] και [[χωρίς]] [[κρίση]] [[καθετί]] νέο και περιφρονεί την [[παράδοση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]), [[πρβλ]]. <i>θεσι</i>-<i>θήρας</i>, <i>προικο</i>-<i>θήρας</i>. Η λ. χρησιμοποιήθηκε τον περασμένο αιώνα για την [[απόδοση]] στην ελλ. του γαλλ. <i>reporteur</i> «[[δημοσιογράφος]], [[ανταποκριτής]]» και μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που θηρεύει τα καινά, εκείνος που επιδιώκει να μάθει νέα πράγματα
2. αυτός που αποδέχεται πρόθυμα και χωρίς κρίση καθετί νέο και περιφρονεί την παράδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -θήρας (< θήρα), πρβλ. θεσι-θήρας, προικο-θήρας. Η λ. χρησιμοποιήθηκε τον περασμένο αιώνα για την απόδοση στην ελλ. του γαλλ. reporteur «δημοσιογράφος, ανταποκριτής» και μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].