Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καπνογόνος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο, θηλ. και -α<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει καπνό («καπνογόνα μηχανήματα»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα καπνογόνα</i><br />ουσίες που με την [[καύση]] τους παράγεται [[καπνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[γόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δακρυ</i>-[[γόνος]], <i>σεισμο</i>-[[γόνος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].
|mltxt=-ο, θηλ. και -α<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει καπνό («καπνογόνα μηχανήματα»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα καπνογόνα</i><br />ουσίες που με την [[καύση]] τους παράγεται [[καπνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[γόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. <i>δακρυ</i>-[[γόνος]], <i>σεισμο</i>-[[γόνος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].
}}
}}

Revision as of 13:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
1. αυτός που παράγει καπνό («καπνογόνα μηχανήματα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καπνογόνα
ουσίες που με την καύση τους παράγεται καπνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ-γόνος, σεισμο-γόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].