καλότροπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[καλότροπος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλούς, ευγενείς τρόπους, που φέρεται καλά, [[ευπροσήγορος]], [[καταδεκτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]]), | |mltxt=-η, -ο (AM [[καλότροπος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλούς, ευγενείς τρόπους, που φέρεται καλά, [[ευπροσήγορος]], [[καταδεκτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]]), [[πρβλ]]. <i>ιδιό</i>-<i>τροπος</i>, <i>ποικιλό</i>-<i>τροπος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A well-mannered, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
καλότροπος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, Ἰω. Διάκονος ἐν Bandini Anecd. 91.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM καλότροπος, -ον)
αυτός που έχει καλούς, ευγενείς τρόπους, που φέρεται καλά, ευπροσήγορος, καταδεκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -τροπος (< τρόπος), πρβλ. ιδιό-τροπος, ποικιλό-τροπος].