καλύτερος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />πιο [[καλός]], σε [[σύγκριση]] με κάποιον [[άλλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλύτερα</i><br /><b>1.</b> πιο καλά, προτιμότερα («καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, [[παρά]] [[σαράντα]] [[χρόνια]] [[σκλαβιά]] και [[φυλακή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[είμαι]] καλύτερα» ή «πάω καλύτερα» — βελτιώνεται η [[υγεία]] μου ή η κατάστασή μου<br />β) «καλύτερα το 'χω» — [[προτιμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συγκριτικός [[βαθμός]] του [[καλός]] σχηματισμένος σε -<i>ύτερος</i> αναλογικά [[προς]] τον συγκριτικό τών επιθ. σε -<i>ύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθ</i>-<i>ύτερος</i>, <i>βραδ</i>-<i>ύτερος</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γ. Ν. Χατζιδάκι].
|mltxt=-η, -ο<br />πιο [[καλός]], σε [[σύγκριση]] με κάποιον [[άλλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλύτερα</i><br /><b>1.</b> πιο καλά, προτιμότερα («καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, [[παρά]] [[σαράντα]] [[χρόνια]] [[σκλαβιά]] και [[φυλακή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[είμαι]] καλύτερα» ή «πάω καλύτερα» — βελτιώνεται η [[υγεία]] μου ή η κατάστασή μου<br />β) «καλύτερα το 'χω» — [[προτιμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συγκριτικός [[βαθμός]] του [[καλός]] σχηματισμένος σε -<i>ύτερος</i> αναλογικά [[προς]] τον συγκριτικό τών επιθ. σε -<i>ύς</i> ([[πρβλ]]. <i>βαθ</i>-<i>ύτερος</i>, <i>βραδ</i>-<i>ύτερος</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γ. Ν. Χατζιδάκι].
}}
}}

Revision as of 13:13, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
πιο καλός, σε σύγκριση με κάποιον άλλο.
επίρρ...
καλύτερα
1. πιο καλά, προτιμότερα («καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή»)
2. φρ. α) «είμαι καλύτερα» ή «πάω καλύτερα» — βελτιώνεται η υγεία μου ή η κατάστασή μου
β) «καλύτερα το 'χω» — προτιμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκριτικός βαθμός του καλός σχηματισμένος σε -ύτερος αναλογικά προς τον συγκριτικό τών επιθ. σε -ύς (πρβλ. βαθ-ύτερος, βραδ-ύτερος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γ. Ν. Χατζιδάκι].