κεγχριαίος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κεγχριαῖος, -ία, -ον (Α)<br />[[ίσος]] στο [[μέγεθος]] με το [[κεχρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιαῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κολοσσ</i>-<i>ιαίος</i>, <i>πλευρ</i>-<i>ιαίος</i>)].
|mltxt=κεγχριαῖος, -ία, -ον (Α)<br />[[ίσος]] στο [[μέγεθος]] με το [[κεχρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>κολοσσ</i>-<i>ιαίος</i>, <i>πλευρ</i>-<i>ιαίος</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

κεγχριαῖος, -ία, -ον (Α)
ίσος στο μέγεθος με το κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ιαῖος (πρβλ. κολοσσ-ιαίος, πλευρ-ιαίος)].