κερατία: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[κερατία]] (ΑΜ [[κερατία]]) [[κέρας]]<br />η [[κερατέα]], η [[χαρουπιά]] («πλεονάζει ὁ [[ἔβενος]] καὶ ἡ [[κερατία]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κερατιά]] <span style="color: red;"><</span> [[κερατία]] με καταβιβασμό τόνου και [[συνίζηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[καρδία]] - [[καρδιά]]). Ο τ. [[κερατία]] <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>].<br /><b>(II)</b><br />η [[κερατάς]]<br />[[ενέργεια]] που αρμόζει σε κερατά, δόλια [[πράξη]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[κερατία]] (ΑΜ [[κερατία]]) [[κέρας]]<br />η [[κερατέα]], η [[χαρουπιά]] («πλεονάζει ὁ [[ἔβενος]] καὶ ἡ [[κερατία]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κερατιά]] <span style="color: red;"><</span> [[κερατία]] με καταβιβασμό τόνου και [[συνίζηση]] ([[πρβλ]]. [[καρδία]] - [[καρδιά]]). Ο τ. [[κερατία]] <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>].<br /><b>(II)</b><br />η [[κερατάς]]<br />[[ενέργεια]] που αρμόζει σε κερατά, δόλια [[πράξη]].
}}
}}

Revision as of 13:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερατία Medium diacritics: κερατία Low diacritics: κερατία Capitals: ΚΕΡΑΤΙΑ
Transliteration A: keratía Transliteration B: keratia Transliteration C: keratia Beta Code: kerati/a

English (LSJ)

ἡ, A = κερατωνία, Str.17.2.2, Plin.HN26.52. II κεράτια, τά, fruit of the carob-tree, Dsc.1.114, Ev.Luc.15.16, PLond.1.131*.7 (i A.D.), Gal.6.615.

German (Pape)

[Seite 1422] ἡ, = κερατέα, Strab. a. a. O.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
caroubier, arbre.
Étymologie: κέρας.

Greek Monolingual

(I)
και κερατία (ΑΜ κερατία) κέρας
η κερατέα, η χαρουπιά («πλεονάζει ὁ ἔβενος καὶ ἡ κερατία», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερατιά < κερατία με καταβιβασμό τόνου και συνίζηση (πρβλ. καρδία - καρδιά). Ο τ. κερατία < κέρας, -τος + κατάλ. -ία].
(II)
η κερατάς
ενέργεια που αρμόζει σε κερατά, δόλια πράξη.