κεράσι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[κεράσιον]])<br />ο [[καρπός]] της κερασιάς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «όπου ακούς [[πολλά]] κεράσια [[κράτα]] και μικρό [[καλάθι]]» — όταν ακούς βαρύγδουπα [[λόγια]] ή μεγάλες υποσχέσεις να είσαι [[επιφυλακτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[κερασιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρασος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ι</i> (<i>ον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πόδ</i>-<i>ι</i> (<i>ον</i>), <i>χέρ</i>-<i>ι</i> (<i>ον</i>)].
|mltxt=το (ΑΜ [[κεράσιον]])<br />ο [[καρπός]] της κερασιάς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «όπου ακούς [[πολλά]] κεράσια [[κράτα]] και μικρό [[καλάθι]]» — όταν ακούς βαρύγδουπα [[λόγια]] ή μεγάλες υποσχέσεις να είσαι [[επιφυλακτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[κερασιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρασος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ι</i> (<i>ον</i>), [[πρβλ]]. <i>πόδ</i>-<i>ι</i> (<i>ον</i>), <i>χέρ</i>-<i>ι</i> (<i>ον</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:22, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (ΑΜ κεράσιον)
ο καρπός της κερασιάς
νεοελλ.
φρ. «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι» — όταν ακούς βαρύγδουπα λόγια ή μεγάλες υποσχέσεις να είσαι επιφυλακτικός
μσν.-αρχ.
η κερασιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρασος + υποκορ. κατάλ. -ι (ον), πρβλ. πόδ-ι (ον), χέρ-ι (ον)].