Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κιονόδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>ναυτ.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[κιονοδετώ]], το [[δέσιμο]] αλυσίδας ή σχοινιού σε κιονίσκο πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δεσμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δεσμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> / <i>δῶ</i> (II) «[[δένω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεφαλό</i>-<i>δεσμος</i>, <i>στηθό</i>-<i>δεσμος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον ναυτικόν</i>].
|mltxt=ο<br /><b>ναυτ.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[κιονοδετώ]], το [[δέσιμο]] αλυσίδας ή σχοινιού σε κιονίσκο πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δεσμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δεσμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> / <i>δῶ</i> (II) «[[δένω]]»), [[πρβλ]]. <i>κεφαλό</i>-<i>δεσμος</i>, <i>στηθό</i>-<i>δεσμος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον ναυτικόν</i>].
}}
}}

Revision as of 13:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
ναυτ. το αποτέλεσμα του κιονοδετώ, το δέσιμο αλυσίδας ή σχοινιού σε κιονίσκο πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -δεσμος (< δεσμός < δέω / δῶ (II) «δένω»), πρβλ. κεφαλό-δεσμος, στηθό-δεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].