καφενείο: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />[[κατάστημα]] στο οποίο προσφέρεται [[καφές]] και άλλα ποτά, [[καθώς]] και [[γλυκά]], και όπου μπορούν οι πελάτες να παίξουν διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καφενές]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μαγειρ</i>-<i>είον</i>, <i>ταβερν</i>-<i>είον</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>καφενεῑον</i>, μαρτυρείται από το 1835 στο <i>Λεξικόν νεοελληνικής διαλέκτου</i> του Σκαρλάτου Βυζάντιου].
|mltxt=το<br />[[κατάστημα]] στο οποίο προσφέρεται [[καφές]] και άλλα ποτά, [[καθώς]] και [[γλυκά]], και όπου μπορούν οι πελάτες να παίξουν διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καφενές]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖον</i> ([[πρβλ]]. <i>μαγειρ</i>-<i>είον</i>, <i>ταβερν</i>-<i>είον</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>καφενεῑον</i>, μαρτυρείται από το 1835 στο <i>Λεξικόν νεοελληνικής διαλέκτου</i> του Σκαρλάτου Βυζάντιου].
}}
}}

Revision as of 13:27, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
κατάστημα στο οποίο προσφέρεται καφές και άλλα ποτά, καθώς και γλυκά, και όπου μπορούν οι πελάτες να παίξουν διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καφενές + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μαγειρ-είον, ταβερν-είον). Η λ., στον λόγιο τ. καφενεῑον, μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν νεοελληνικής διαλέκτου του Σκαρλάτου Βυζάντιου].