κενόκομπος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(20)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κενόκομπος]], -ον (Μ)<br />αυτός που κομπάζει για [[μάταια]] πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] [Ι] «[[καύχηση]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ματαιό</i>-<i>κομπος</i>, <i>φιλό</i>-<i>κομπος</i>].
|mltxt=[[κενόκομπος]], -ον (Μ)<br />αυτός που κομπάζει για [[μάταια]] πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] [Ι] «[[καύχηση]]»), [[πρβλ]]. <i>ματαιό</i>-<i>κομπος</i>, <i>φιλό</i>-<i>κομπος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:28, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κενόκομπος: -ον, ὁ ἐπὶ κενοῖς, ματαίοις κομπάζων, Βυζ.

Greek Monolingual

κενόκομπος, -ον (Μ)
αυτός που κομπάζει για μάταια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -κομπος (< κόμπος [Ι] «καύχηση»), πρβλ. ματαιό-κομπος, φιλό-κομπος].