κισσοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κισσοτόμος]], -ον (Α)<br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ [[κισσοτόμοι]]<br />(ενν. <i>ἡμέραι</i>)<br />ετήσια [[γιορτή]] στον Φλιούντα της Αργολίδας [[προς]] [[τιμή]] της Ήβης («ἄγεται δὲ καὶ ἑορτὴ σφίσιν [[ἐπέτειος]] ἥν καλοῦσι Κισσοτόμους», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λα</i>-[[τόμος]], <i>υλο</i>-[[τόμος]].
|mltxt=[[κισσοτόμος]], -ον (Α)<br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ [[κισσοτόμοι]]<br />(ενν. <i>ἡμέραι</i>)<br />ετήσια [[γιορτή]] στον Φλιούντα της Αργολίδας [[προς]] [[τιμή]] της Ήβης («ἄγεται δὲ καὶ ἑορτὴ σφίσιν [[ἐπέτειος]] ἥν καλοῦσι Κισσοτόμους», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. <i>λα</i>-[[τόμος]], <i>υλο</i>-[[τόμος]].
}}
}}

Revision as of 13:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοτόμος Medium diacritics: κισσοτόμος Low diacritics: κισσοτόμος Capitals: ΚΙΣΣΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: kissotómos Transliteration B: kissotomos Transliteration C: kissotomos Beta Code: kissoto/mos

English (LSJ)

ον, (τέμνω) A ivy-cutting: κισσοτόμοι (sc. ἡμέραι), αἱ, festival at Phlius, Paus.2.13.4.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοτόμος: -ον, (τέμνω), κισσοτόμοι (δηλ. ἡμέραι), αἱ, ἐν αἷς ἔκοπτον τὸν κισσόν, ἑορτή τις ἐν Φλειοῦντι, Παυσ. 2. 13, 4.

Greek Monolingual

κισσοτόμος, -ον (Α)
(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ κισσοτόμοι
(ενν. ἡμέραι)
ετήσια γιορτή στον Φλιούντα της Αργολίδας προς τιμή της Ήβης («ἄγεται δὲ καὶ ἑορτὴ σφίσιν ἐπέτειος ἥν καλοῦσι Κισσοτόμους», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λα-τόμος, υλο-τόμος.