κλεψίχωλος: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλεψίχωλος]], -ον (Α)<br />αυτός που κρύβει τη χωλότητά του, αυτός που χωλαίνει ανεπαίσθητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>χωλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χωλός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφοτερό</i>-<i>χωλος</i>, [[κατά]]-<i>χωλος</i>. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
|mltxt=[[κλεψίχωλος]], -ον (Α)<br />αυτός που κρύβει τη χωλότητά του, αυτός που χωλαίνει ανεπαίσθητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>χωλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χωλός]]), [[πρβλ]]. <i>αμφοτερό</i>-<i>χωλος</i>, [[κατά]]-<i>χωλος</i>. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψίχωλος Medium diacritics: κλεψίχωλος Low diacritics: κλεψίχωλος Capitals: ΚΛΕΨΙΧΩΛΟΣ
Transliteration A: klepsíchōlos Transliteration B: klepsichōlos Transliteration C: klepsicholos Beta Code: kleyi/xwlos

English (LSJ)

ον, A disguising lameness, Luc.Ocyp. 33.

German (Pape)

[Seite 1449] das Hinken verbergend, unmerklich hinkend, Luc. Ocyp. 33.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίχωλος: -ον, κρύπτων τὴν χωλότητα αὐτοῦ, Λουκ. Ὠκύπ. 33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dissimule sa boiterie.
Étymologie: κλέπτω, χωλός.

Greek Monolingual

κλεψίχωλος, -ον (Α)
αυτός που κρύβει τη χωλότητά του, αυτός που χωλαίνει ανεπαίσθητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -χωλος (< χωλός), πρβλ. αμφοτερό-χωλος, κατά-χωλος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλεψίχωλος -ον [κλέπτω, χωλός] de mankheid verbergend.

Russian (Dvoretsky)

κλεψίχωλος: (ῐ) скрывающий свою хромоту Luc.