κοιλιοδουλεία: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Μ [[κοιλιοδουλεία]] και κοιλιοδουλειά)<br />[[λαιμαργία]], [[γαστριμαργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> -[[δουλεία]] (<span style="color: red;"><</span> [[δουλεία]] <span style="color: red;"><</span> [[δουλεύω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εθελο</i>-[[δουλεία]], <i>οφθαλμο</i>-[[δουλεία]].
|mltxt=η (Μ [[κοιλιοδουλεία]] και κοιλιοδουλειά)<br />[[λαιμαργία]], [[γαστριμαργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> -[[δουλεία]] (<span style="color: red;"><</span> [[δουλεία]] <span style="color: red;"><</span> [[δουλεύω]]), [[πρβλ]]. <i>εθελο</i>-[[δουλεία]], <i>οφθαλμο</i>-[[δουλεία]].
}}
}}

Revision as of 13:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (Μ κοιλιοδουλεία και κοιλιοδουλειά)
λαιμαργία, γαστριμαργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -δουλεία (< δουλεία < δουλεύω), πρβλ. εθελο-δουλεία, οφθαλμο-δουλεία.