κοκκινάδι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[κοκκινάδι]])<br /><b>1.</b> κόκκινο [[σημάδι]], [[κοκκινίλα]]<br /><b>2.</b> καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο [[χρώμα]], [[κυρίως]] στα χείλια και στα μάγουλα τών [[γυναικών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυσικό]] ερυθρό [[χρώμα]] που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη του σώματος ή το κόκκινο [[χρώμα]] αυτών τών [[μερών]] που προκαλείται από τοπική [[φλεγμονή]] ή [[άλλη]] [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκινος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ασπρ</i>-<i>άδι</i>, <i>μαυρ</i>-<i>άδι</i>)].
|mltxt=το (Μ [[κοκκινάδι]])<br /><b>1.</b> κόκκινο [[σημάδι]], [[κοκκινίλα]]<br /><b>2.</b> καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο [[χρώμα]], [[κυρίως]] στα χείλια και στα μάγουλα τών [[γυναικών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυσικό]] ερυθρό [[χρώμα]] που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη του σώματος ή το κόκκινο [[χρώμα]] αυτών τών [[μερών]] που προκαλείται από τοπική [[φλεγμονή]] ή [[άλλη]] [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκινος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδι</i> ([[πρβλ]]. <i>ασπρ</i>-<i>άδι</i>, <i>μαυρ</i>-<i>άδι</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Μ κοκκινάδι)
1. κόκκινο σημάδι, κοκκινίλα
2. καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο χρώμα, κυρίως στα χείλια και στα μάγουλα τών γυναικών
νεοελλ.
το φυσικό ερυθρό χρώμα που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη του σώματος ή το κόκκινο χρώμα αυτών τών μερών που προκαλείται από τοπική φλεγμονή ή άλλη αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + κατάλ. -άδι (πρβλ. ασπρ-άδι, μαυρ-άδι)].