κλεφταράκος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />[[μικροκλέφτης]], [[κλεφτρόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέφτ</i>-<i>αρος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[άκος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[φουκαράς]] &GT; [[φουκαράκος]]). Ενδιαφέρουσα [[περίπτωση]] υποκοριστικού παρ. από μεγεθ. πρωτόθετο (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>ψευτ</i>-<i>αρ</i>-[[άκος]])].
|mltxt=ο<br />[[μικροκλέφτης]], [[κλεφτρόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέφτ</i>-<i>αρος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[άκος]] ([[πρβλ]]. [[φουκαράς]] > [[φουκαράκος]]). Ενδιαφέρουσα [[περίπτωση]] υποκοριστικού παρ. από μεγεθ. πρωτόθετο ([[πρβλ]]. και <i>ψευτ</i>-<i>αρ</i>-[[άκος]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
μικροκλέφτης, κλεφτρόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτ-αρος + υποκορ. κατάλ. -άκος (πρβλ. φουκαράς > φουκαράκος). Ενδιαφέρουσα περίπτωση υποκοριστικού παρ. από μεγεθ. πρωτόθετο (πρβλ. και ψευτ-αρ-άκος)].