κολλαγόνος: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κολλογόνος]], -ο, θηλ. και -α<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει ή περιέχει κολλώδη ύλη<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κολλαγόνο</i><br /><b>(βιοχ.)</b> [[πρωτεΐνη]] η οποία αποτελεί συστατικό τών λευκωπών, [[μάλλον]] μη ελαστικών, ινών [[μεγάλης]] εκτατικής αντοχής, που βρίσκονται στους τένοντες, στους συνδέσμους, στο [[στρώμα]] του συνδετικού ιστού του δέρματος, στην [[οδοντίνη]] και στους χόνδρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>collagen</i> ή <i>collogen</i> <span style="color: red;"><</span> <i>colla</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>gen</i> (<span style="color: red;"><</span> γαλλ. -<i>gene</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]])].
|mltxt=και [[κολλογόνος]], -ο, θηλ. και -α<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει ή περιέχει κολλώδη ύλη<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κολλαγόνο</i><br /><b>(βιοχ.)</b> [[πρωτεΐνη]] η οποία αποτελεί συστατικό τών λευκωπών, [[μάλλον]] μη ελαστικών, ινών [[μεγάλης]] εκτατικής αντοχής, που βρίσκονται στους τένοντες, στους συνδέσμους, στο [[στρώμα]] του συνδετικού ιστού του δέρματος, στην [[οδοντίνη]] και στους χόνδρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>collagen</i> ή <i>collogen</i> <span style="color: red;"><</span> <i>colla</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>gen</i> (<span style="color: red;"><</span> γαλλ. -<i>gene</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:43, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κολλογόνος, -ο, θηλ. και -α
1. αυτός που παράγει ή περιέχει κολλώδη ύλη
2. το ουδ. ως ουσ. το κολλαγόνο
(βιοχ.) πρωτεΐνη η οποία αποτελεί συστατικό τών λευκωπών, μάλλον μη ελαστικών, ινών μεγάλης εκτατικής αντοχής, που βρίσκονται στους τένοντες, στους συνδέσμους, στο στρώμα του συνδετικού ιστού του δέρματος, στην οδοντίνη και στους χόνδρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. collagen ή collogen < colla- (< κόλλα) + -gen (< γαλλ. -gene < -γενής < γένος < γίγνομαι)].