κοπροξύστης: Difference between revisions
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοπροξύστης]], ὁ (ΑM)<br />αυτός που ξύνει και καθαρίζει [[κάτι]] από την [[κοπριά]], αυτός που καθαρίζει τις κοπριές του στάβλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ξύστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξύω</i>), | |mltxt=[[κοπροξύστης]], ὁ (ΑM)<br />αυτός που ξύνει και καθαρίζει [[κάτι]] από την [[κοπριά]], αυτός που καθαρίζει τις κοπριές του στάβλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ξύστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξύω</i>), [[πρβλ]]. [[λιθο]]-[[ξύστης]], <i>ουρανο</i>-[[ξύστης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A one who clears out manure, UPZ119.40 (ii B. C.).
Greek Monolingual
κοπροξύστης, ὁ (ΑM)
αυτός που ξύνει και καθαρίζει κάτι από την κοπριά, αυτός που καθαρίζει τις κοπριές του στάβλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο-ξύστης, ουρανο-ξύστης.