κοναβώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κοναβῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για μεταλλικά σώματα) ηχώ, [[κροτώ]], [[δημιουργώ]] [[κλαγγή]]<br /><b>2.</b> [[αντηχώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. και πιθ. ηχομιμητική. Το θ. της λ. (<i>κονα</i>-) συνδέεται πιθ. με τους τ. [[καναχή]] «[[θόρυβος]], [[ήχος]]» και [[κόμπος]] «[[ήχος]]», ενώ το ληκτικό [[μόρφημα]] -<i>βῶ</i> / -<i>έω</i> συνδέεται άμεσα με το -<i>βος</i>, που απαντά [[συχνά]] σε λ. με σημ. «[[ήχος]], [[κρότος]], [[θόρυβος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θόρυ</i>-<i>βος</i>, <i>φλοίσ</i>-<i>βος</i>)].
|mltxt=κοναβῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για μεταλλικά σώματα) ηχώ, [[κροτώ]], [[δημιουργώ]] [[κλαγγή]]<br /><b>2.</b> [[αντηχώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. και πιθ. ηχομιμητική. Το θ. της λ. (<i>κονα</i>-) συνδέεται πιθ. με τους τ. [[καναχή]] «[[θόρυβος]], [[ήχος]]» και [[κόμπος]] «[[ήχος]]», ενώ το ληκτικό [[μόρφημα]] -<i>βῶ</i> / -<i>έω</i> συνδέεται άμεσα με το -<i>βος</i>, που απαντά [[συχνά]] σε λ. με σημ. «[[ήχος]], [[κρότος]], [[θόρυβος]]» ([[πρβλ]]. <i>θόρυ</i>-<i>βος</i>, <i>φλοίσ</i>-<i>βος</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

κοναβῶ, -έω (Α)
1. (ιδίως για μεταλλικά σώματα) ηχώ, κροτώ, δημιουργώ κλαγγή
2. αντηχώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. και πιθ. ηχομιμητική. Το θ. της λ. (κονα-) συνδέεται πιθ. με τους τ. καναχή «θόρυβος, ήχος» και κόμπος «ήχος», ενώ το ληκτικό μόρφημα -βῶ / -έω συνδέεται άμεσα με το -βος, που απαντά συχνά σε λ. με σημ. «ήχος, κρότος, θόρυβος» (πρβλ. θόρυ-βος, φλοίσ-βος)].