κούτελο: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[κούτελο]] και κούτελον)<br />[[μέτωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κουτέλλι</i> (διαλεκτ. τ.) <span style="color: red;"><</span> <i>κότυλον</i> / [[κοτύλη]] «[[είδος]] δοχείου». Αξιοσημείωτη [[είναι]], [[τέλος]], η συχνή [[μεταφορά]] σημ. από «[[είδος]] δοχείου» σε «[[τμήμα]] κεφαλιού» (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>κουτρούβιν</i>)].
|mltxt=το (Μ [[κούτελο]] και κούτελον)<br />[[μέτωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κουτέλλι</i> (διαλεκτ. τ.) <span style="color: red;"><</span> <i>κότυλον</i> / [[κοτύλη]] «[[είδος]] δοχείου». Αξιοσημείωτη [[είναι]], [[τέλος]], η συχνή [[μεταφορά]] σημ. από «[[είδος]] δοχείου» σε «[[τμήμα]] κεφαλιού» ([[πρβλ]]. και <i>κουτρούβιν</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:51, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Μ κούτελο και κούτελον)
μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κουτέλλι (διαλεκτ. τ.) < κότυλον / κοτύλη «είδος δοχείου». Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η συχνή μεταφορά σημ. από «είδος δοχείου» σε «τμήμα κεφαλιού» (πρβλ. και κουτρούβιν)].