κραδοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραδοφάγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει τα βλαστάρια της συκιάς<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κραδοφάγος]]<br />[[κραδοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράδη]] «[[βλαστός]] συκιάς» <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>)].
|mltxt=[[κραδοφάγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει τα βλαστάρια της συκιάς<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κραδοφάγος]]<br />[[κραδοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράδη]] «[[βλαστός]] συκιάς» <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰδοφάγος Medium diacritics: κραδοφάγος Low diacritics: κραδοφάγος Capitals: ΚΡΑΔΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: kradophágos Transliteration B: kradophagos Transliteration C: kradofagos Beta Code: kradofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον, A eating the young branches of the fig-tree, and as Subst., = ἀγροῖκος, Com.Adesp.1049 (κραδα- Hsch.).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδοφάγος: -ον, ὁ τρώγων τοὺς νεαροὺς βλαστοὺς τῆς συκῆς, καὶ ὡς οὐσιαστ. = ἀγροῖκος, Εὐστ. 1409. 63, Ἡσύχ. (ὅστις γράφει κραδαφάγος).

Greek Monolingual

κραδοφάγος, -ον (Α)
1. αυτός που τρώγει τα βλαστάρια της συκιάς
2. το αρσ. ως ουσ.κραδοφάγος
κραδοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «βλαστός συκιάς» + -φάγος < θ. φαγ- (πρβλ. -φαγ-ον)].