κρησάρα: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κρησέρα]], ιων. τ. κρησέρη, ελεατ. [[κραἅρα]])<br />[[λεπτό]] [[κόσκινο]] με το οποίο καθαρίζεται το [[αλεύρι]] από τα πίτουρα, αλλ. [[σήτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>έρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>διφθ</i>-<i>έρα</i>, <i>χολ</i>-<i>έρα</i>). Προβληματική παραμένει η [[προέλευση]] του θ. <i>κρησ</i>-. Οι απόψεις ότι συνδέεται πιθ. με το ρ. [[κρίνω]] ή ότι προέρχεται από αμάρτυρο <i>κρησις</i> ή <i>κρησος</i> «[[κοσκίνισμα]]» (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>cr</i><i>ē</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>cretus</i> «χωρισμένος») παραμένουν αβέβαιες. Ο νεοελλ. τ. [[κρησάρα]] <span style="color: red;"><</span> [[κρησέρα]], με [[αφομοίωση]] του -<i>ε</i>- σε -<i>α</i>- ή αναλογ. [[επίδραση]] συναφών καταλήξεων].
|mltxt=η (Α [[κρησέρα]], ιων. τ. κρησέρη, ελεατ. [[κραἅρα]])<br />[[λεπτό]] [[κόσκινο]] με το οποίο καθαρίζεται το [[αλεύρι]] από τα πίτουρα, αλλ. [[σήτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>έρα</i> ([[πρβλ]]. <i>διφθ</i>-<i>έρα</i>, <i>χολ</i>-<i>έρα</i>). Προβληματική παραμένει η [[προέλευση]] του θ. <i>κρησ</i>-. Οι απόψεις ότι συνδέεται πιθ. με το ρ. [[κρίνω]] ή ότι προέρχεται από αμάρτυρο <i>κρησις</i> ή <i>κρησος</i> «[[κοσκίνισμα]]» (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>cr</i><i>ē</i>-, [[πρβλ]]. λατ. <i>cretus</i> «χωρισμένος») παραμένουν αβέβαιες. Ο νεοελλ. τ. [[κρησάρα]] <span style="color: red;"><</span> [[κρησέρα]], με [[αφομοίωση]] του -<i>ε</i>- σε -<i>α</i>- ή αναλογ. [[επίδραση]] συναφών καταλήξεων].
}}
}}

Revision as of 13:59, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (Α κρησέρα, ιων. τ. κρησέρη, ελεατ. κραἅρα)
λεπτό κόσκινο με το οποίο καθαρίζεται το αλεύρι από τα πίτουρα, αλλ. σήτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -έρα (πρβλ. διφθ-έρα, χολ-έρα). Προβληματική παραμένει η προέλευση του θ. κρησ-. Οι απόψεις ότι συνδέεται πιθ. με το ρ. κρίνω ή ότι προέρχεται από αμάρτυρο κρησις ή κρησος «κοσκίνισμα» (< θ. crē-, πρβλ. λατ. cretus «χωρισμένος») παραμένουν αβέβαιες. Ο νεοελλ. τ. κρησάρα < κρησέρα, με αφομοίωση του -ε- σε -α- ή αναλογ. επίδραση συναφών καταλήξεων].