οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → there is no possession lovelier than a friend
κόσκινον ἢ ὄρυγμα, Hsch. (Elean for κρησέρα).
κραἅρα: «κόσκινον. ἢ ὄρυγμα» Ἡσύχ.