κρούνωμα: Difference between revisions

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρούνωμα]], τὸ (Α)<br />[[μεγάλη]] [[ποσότητα]] [[αφθονία]] («νῆστίς θ' ἣ δακρύοις τέγγει [[κρούνωμα]] βρότειον», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρουνός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωμα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αέτ</i>-<i>ωμα</i>, <i>κεφάλ</i>-<i>ωμα</i>)].
|mltxt=[[κρούνωμα]], τὸ (Α)<br />[[μεγάλη]] [[ποσότητα]] [[αφθονία]] («νῆστίς θ' ἣ δακρύοις τέγγει [[κρούνωμα]] βρότειον», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρουνός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωμα</i> ([[πρβλ]]. <i>αέτ</i>-<i>ωμα</i>, <i>κεφάλ</i>-<i>ωμα</i>)].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρούνωμα Medium diacritics: κρούνωμα Low diacritics: κρούνωμα Capitals: ΚΡΟΥΝΩΜΑ
Transliteration A: kroúnōma Transliteration B: krounōma Transliteration C: kroynoma Beta Code: krou/nwma

English (LSJ)

ατος, τό, A = κρουνός 2, κ. βρότειον Emp.6.3.

German (Pape)

[Seite 1514] τό, das Hervorgesprudelte, = κρουνός, δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον, die Augen als die Quellen der Thränen, Empedocl. 28.

Greek (Liddell-Scott)

κρούνωμα: τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κρουνόω, = κρουνός, Ἐμπεδ. 161.

Greek Monolingual

κρούνωμα, τὸ (Α)
μεγάλη ποσότητα αφθονία («νῆστίς θ' ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + επίθημα -ωμα (πρβλ. αέτ-ωμα, κεφάλ-ωμα)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρούνωμα -τος, τό [κρουνός] bron; overdr.: κρούνωμα βρότειον bron van het sterfelijke leven Emped. B 6.3.

Russian (Dvoretsky)

κρούνωμα: ατος τό источник: δακρύων κ. Emped. = ὀφθαλμός.