κραδαλός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραδαλός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που κραδαίνεται εύκολα, [[ευκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράδη]] με σημ. «το [[άκρο]] του κλαδιού (που σείεται)» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλό</i>-<i>ς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ομ</i>-<i>αλός</i>, <i>τροχ</i>-<i>αλός</i>)].
|mltxt=[[κραδαλός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που κραδαίνεται εύκολα, [[ευκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράδη]] με σημ. «το [[άκρο]] του κλαδιού (που σείεται)» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλό</i>-<i>ς</i> ([[πρβλ]]. <i>ομ</i>-<i>αλός</i>, <i>τροχ</i>-<i>αλός</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:03, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰδᾰλός Medium diacritics: κραδαλός Low diacritics: κραδαλός Capitals: ΚΡΑΔΑΛΟΣ
Transliteration A: kradalós Transliteration B: kradalos Transliteration C: kradalos Beta Code: kradalo/s

English (LSJ)

ή, όν, A quivering, Eust.1165.20.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδᾰλός: -ή, -όν, εὐκράδαντος, εὐκίνητος, Εὐστάθ. 1165. 20· πρβλ. ῥοδαλός.

Greek Monolingual

κραδαλός, -ή, -όν (Α)
αυτός που κραδαίνεται εύκολα, ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη με σημ. «το άκρο του κλαδιού (που σείεται)» + επίθημα -αλό-ς (πρβλ. ομ-αλός, τροχ-αλός)].