κωδωνόκροτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωδωνόκροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί σαν να είχε κουδούνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώδων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κροτος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλό</i>-<i>κροτος</i>, <i>χαλκό</i>-<i>κροτος</i>)].
|mltxt=[[κωδωνόκροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί σαν να είχε κουδούνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώδων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κροτος</i> ([[πρβλ]]. <i>φιλό</i>-<i>κροτος</i>, <i>χαλκό</i>-<i>κροτος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωδωνόκροτος Medium diacritics: κωδωνόκροτος Low diacritics: κωδωνόκροτος Capitals: ΚΩΔΩΝΟΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: kōdōnókrotos Transliteration B: kōdōnokrotos Transliteration C: kodonokrotos Beta Code: kwdwno/krotos

English (LSJ)

ον, A of or with jingling bells, σάκος S.Fr.859 (lyr.); κ. κόμποι E.Rh.383 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1541] od. richtiger mit Ellendt κωδωνοκρότος, mit Glocken, Schellen tönend; σάκος, Soph. frg. 738, ein Schild, am Rande mit Schellen versehen, um dem Feinde Schrecken einzuflößen; κλύε καὶ κόμπους κωδωνοκρότους Eur. Rhes. 383, kann auch Trompetengeschmetter sein. Vgl. κώδων.

Greek (Liddell-Scott)

κωδωνόκροτος: -ον, κωδωνίζων, ἠχῶν ὡς εἰ εἶχε κώδωνας, σάκος Σοφ. Ἀποσπ. 738, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 386· κ. κόμποι Εὐρ. Ρῆσ. 384.

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
qui fait un bruit de cloches ou de grelots.
Étymologie: κώδων, κροτέω.

Greek Monolingual

κωδωνόκροτος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί σαν να είχε κουδούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + -κροτος (πρβλ. φιλό-κροτος, χαλκό-κροτος)].

Greek Monotonic

κωδωνόκροτος: -ον, αυτός που κουδουνίζει, όπως με κουδούνια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κωδωνόκροτος:
1) звенящий своими колокольчиками (σάκος Soph.);
2) издающий звон, бряцающий (κόμποι Eur.).

Middle Liddell

κωδωνό-κροτος, ον
ringing, jingling, as with bells, Eur.