κυανοχίτων: Difference between revisions

From LSJ
(22)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 4: Line 4:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυανοχίτων]], -ωνος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που [[φορά]] χιτώνα κυανού χρώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυανός]] <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κισσο]]-<i>χίτων</i>, <i>τοξο</i>-<i>χίτων</i>)].
|mltxt=[[κυανοχίτων]], -ωνος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που [[φορά]] χιτώνα κυανού χρώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυανός]] <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] ([[πρβλ]]. [[κισσο]]-<i>χίτων</i>, <i>τοξο</i>-<i>χίτων</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:10, 23 August 2021

English (Slater)

κῠᾰνοχίτων
   1 with dark-blue tunic ]ον κυανοχίτων[ (Π̆{S}: -κίτων Π.) Δ. 3. 5.

Greek Monolingual

κυανοχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά χιτώνα κυανού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + χιτών (πρβλ. κισσο-χίτων, τοξο-χίτων)].