λαγόφθαλμος: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[λαγώφθαλμος]], -η, -ο (Α [[λαγώφθαλμος]] και [[λαγόφθαλμος]] και [[λαγωόφθαλμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[λαγοφθαλμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει ελαττωματικό το άνω [[βλέφαρο]] και γι' αυτό, όταν κοιμάται, δεν μπορεί να καλύψει τον βολβό του οφθαλμού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λαγώφθαλμον</i><br />η [[κατάσταση]] αυτή τών ματιών, η [[λαγοφθαλμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] ( | |mltxt=και [[λαγώφθαλμος]], -η, -ο (Α [[λαγώφθαλμος]] και [[λαγόφθαλμος]] και [[λαγωόφθαλμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[λαγοφθαλμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει ελαττωματικό το άνω [[βλέφαρο]] και γι' αυτό, όταν κοιμάται, δεν μπορεί να καλύψει τον βολβό του οφθαλμού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λαγώφθαλμον</i><br />η [[κατάσταση]] αυτή τών ματιών, η [[λαγοφθαλμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] ([[πρβλ]]. <i>λυκ</i>-<i>όφθαλμος</i>, <i>μον</i>-<i>όφθαλμος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 23 August 2021
English (LSJ)
A = λαγώφθαλμος, PMed.Strassb.p.6K.
Greek Monolingual
και λαγώφθαλμος, -η, -ο (Α λαγώφθαλμος και λαγόφθαλμος και λαγωόφθαλμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από λαγοφθαλμία
αρχ.
1. εκείνος που έχει ελαττωματικό το άνω βλέφαρο και γι' αυτό, όταν κοιμάται, δεν μπορεί να καλύψει τον βολβό του οφθαλμού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λαγώφθαλμον
η κατάσταση αυτή τών ματιών, η λαγοφθαλμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + ὀφθαλμός (πρβλ. λυκ-όφθαλμος, μον-όφθαλμος)].