κύσσαρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κύσσαρος]], ὁ (Α)<br />[[πρωκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παρ. του [[κυσός]] που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χίμ</i>-<i>αρος</i>)].
|mltxt=[[κύσσαρος]], ὁ (Α)<br />[[πρωκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παρ. του [[κυσός]] που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αρος</i> ([[πρβλ]]. <i>χίμ</i>-<i>αρος</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύσσαρος Medium diacritics: κύσσαρος Low diacritics: κύσσαρος Capitals: ΚΥΣΣΑΡΟΣ
Transliteration A: kýssaros Transliteration B: kyssaros Transliteration C: kyssaros Beta Code: ku/ssaros

English (LSJ)

ὁ, A = κυσός ΙΙ, ἀρχός ΙΙ, Hp.Nat.Puer.17, Gal.19.176, Erot.

German (Pape)

[Seite 1538] ὁ, der After, Hippocr., Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κύσσαρος: ὁ, = κυσὸς ΙΙ, Ἱππ. 238. 27, Γαλην.· πρβλ. κύτταρος.

Greek Monolingual

κύσσαρος, ὁ (Α)
πρωκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρ. του κυσός που εμφανίζει επίθημα -αρος (πρβλ. χίμ-αρος)].