λάγανο: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[λάγανον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρόχειρο]] [[ψωμί]] ψημένο σε [[χόβολη]], σε ζεστή [[στάχτη]], [[σταχτόπιτα]]<br /><b>αρχ.</b><br />λεπτή [[πίτα]] ζυμωμένη και ψημένη με [[λάδι]], που μπορεί να αποτελείται και από [[πολλά]] λεπτά φύλλα ζύμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[λαγαίω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανο</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σφάγ</i>-<i>ανο</i>, <i>τράγ</i>-<i>ανο</i>)].
|mltxt=το (Α [[λάγανον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρόχειρο]] [[ψωμί]] ψημένο σε [[χόβολη]], σε ζεστή [[στάχτη]], [[σταχτόπιτα]]<br /><b>αρχ.</b><br />λεπτή [[πίτα]] ζυμωμένη και ψημένη με [[λάδι]], που μπορεί να αποτελείται και από [[πολλά]] λεπτά φύλλα ζύμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαγ</i>- ([[πρβλ]]. [[λαγαίω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανο</i> ([[πρβλ]]. <i>σφάγ</i>-<i>ανο</i>, <i>τράγ</i>-<i>ανο</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Α λάγανον)
νεοελλ.
πρόχειρο ψωμί ψημένο σε χόβολη, σε ζεστή στάχτη, σταχτόπιτα
αρχ.
λεπτή πίτα ζυμωμένη και ψημένη με λάδι, που μπορεί να αποτελείται και από πολλά λεπτά φύλλα ζύμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγ- (πρβλ. λαγαίω) + επίθημα -ανο (πρβλ. σφάγ-ανο, τράγ-ανο)].