λαγοχειλία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λαγωχειλία]], η<br />σχετικά συχνή [[συγγενής]] [[παραμόρφωση]] [[κατά]] την οποία δεν πραγματοποιείται η [[σύγκλειση]] της στοματορρινικής σχισμής του εμβρύου τον πρώτο [[μήνα]] εμβρυϊκής ζωής, με [[αποτέλεσμα]] την [[παρουσία]] σχισμής στο άνω [[χείλος]], [[κάτω]] από τον ένα ή και τους δύο ρώθωνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χεῖλος]]). Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>harelip</i>, <i>clett lip</i>].
|mltxt=και [[λαγωχειλία]], η<br />σχετικά συχνή [[συγγενής]] [[παραμόρφωση]] [[κατά]] την οποία δεν πραγματοποιείται η [[σύγκλειση]] της στοματορρινικής σχισμής του εμβρύου τον πρώτο [[μήνα]] εμβρυϊκής ζωής, με [[αποτέλεσμα]] την [[παρουσία]] σχισμής στο άνω [[χείλος]], [[κάτω]] από τον ένα ή και τους δύο ρώθωνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χεῖλος]]). Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>harelip</i>, <i>clett lip</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

και λαγωχειλία, η
σχετικά συχνή συγγενής παραμόρφωση κατά την οποία δεν πραγματοποιείται η σύγκλειση της στοματορρινικής σχισμής του εμβρύου τον πρώτο μήνα εμβρυϊκής ζωής, με αποτέλεσμα την παρουσία σχισμής στο άνω χείλος, κάτω από τον ένα ή και τους δύο ρώθωνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + -χειλία (< χεῖλος). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. harelip, clett lip].