λειοκόνιτος: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λειοκόνιτος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[τελείως]] ὡς [[κόνις]] διαλελυμένη, [[λείως]] γὰρ [[τελείως]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόνιτος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[κόνις]]), | |mltxt=[[λειοκόνιτος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[τελείως]] ὡς [[κόνις]] διαλελυμένη, [[λείως]] γὰρ [[τελείως]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόνιτος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[κόνις]]), [[πρβλ]]. <i>λεω</i>-<i>κόνιτος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως, Hsch.; cf.λεωκόνιτος.
Greek (Liddell-Scott)
λειοκόνιτος: «ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη· λείως γὰρ τελείως» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λειοκόνιτος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -κόνιτος(< κόνις), πρβλ. λεω-κόνιτος].